обессиленный - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

обессиленный - translation to πορτογαλικά


обессиленный      
esgotado
exangue adj      

1) обескровленный;
2) перен обессиленный
desalentado adj      

1) обескураженный;
2) обессиленный

Ορισμός

обессиленный
ОБЕСС'ИЛЕННЫЙ, обессиленная, обессиленное; обессилен, обессилена, обессилено. прич. страд. прош. вр. от обессилить
.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για обессиленный
1. Утром, обессиленный, но с чувством выполненного долга, он встает, одевается...
2. В конце концов, обессиленный, он свалился и попал в больницу.
3. Одним из последних в ресторан приехал почти обессиленный Олег Тактаров.
4. Подолгу лежал, обессиленный, с неподвижными руками и ногами.
5. А когда мы только познакомились, малыш был худой и обессиленный.